- λαιφάσσω
- λαιφάσσω (Α)1. λαφύσσω*2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιφάξῃ — λαιφάσσω aor subj mid 2nd sg λαιφάσσω aor subj act 3rd sg λαιφάσσω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιφάσσονται — λαιφάσσω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιφάσσοντες — λαιφάσσω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)